υδροφθαλμία

υδροφθαλμία
η, Ν
ιατρ. ο υδρόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydropthalmie (< υδρ[ο]-* + οφθαλμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδρόφθαλμος — η, ο, θηλ. και ος, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροφθαλμία 2. το αρσ. ως ουσ. ο υδρόφθαλμος ιατρ. πάθηση τών οφθαλμών κατά την οποία ο βολβός διογκώνεται λόγω αυξήσεως τής ενδοφθάλμικής πίεσης, αλλ. υδροφθαλμία ή βουφθαλμία. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”